μεσοφανής

μεσοφανής
μεσοφανής και ποιητ. τ. μεσσοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που φαίνεται στο μέσο, ανάμεσα
2. (για την ημισέληνο) αυτή που φαίνεται κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -φανής (< φαίνω), πρβλ. νυκτι-φανής, τηλε-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσσοφανής — μεσσοφανής, ές (Α) (επικ. τ.) βλ. μεσοφανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”